Новогреческий словарь
κριθή
κριθή
η 1)
ячмень
;
2) мед.
ячмень
(на глазу)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ячмень
? —
κριθή
как на
(ново)греческом
будет слово
ячмень
? —
κριθή
как с
(ново)греческого
переводится слово
κριθή
? — ячмень, ячмень
#
(ново)греческий словарь
—
δεκαήμερος
—
υαλοτεχνία
—
γιαλώνω
—
ελιγμός
—
απτέρωτος
—
πυξίον
—
επίχωσις
—
καταδίδω
—
παπαγαλίζω
—
αλαβάστρινος
—
εμπειρογνώμων
—
ακολούθως
—
αυθαίρετα
—
αντραλίζω
—
αδυνατούτσικος
—
γλυκούλης
—
κόνδωρ
—
πανανθρώπινος
—
στοχαστικός
—
αμνημόνευτος
—
επιχειρηματολογία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве