|
η 1) ячмень; 2) мед. ячмень (на глазу) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ячмень? — κριθή как на (ново)греческом будет слово ячмень? — κριθή как с (ново)греческого переводится слово κριθή? — ячмень, ячмень — φουρτουνιάζει — τρίτον — πιτηδειοσύνη — βροχοποιός — διατροφικός — μπουζουκίστας — ανατροφέας — κινηματογραφία — εξιδιασμένος — προδότισσα — κατασβήνω — σιάζω — κορφοβούνι — βολταϊκός — καλλιστεύω — διερωτώμαι — προστήθιος — πόμπευμα — αντιπολιομυελιτικός — ψευδοευλάβεια — ζαλάδα |
|||