Новогреческий словарь
καταιόνησις
καταιόνησις
(-εως) η 1)
душ
;
2) перен.
холодный душ
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
душ
? —
καταιόνησις
как на
(ново)греческом
будет слово
холодный душ
? —
καταιόνησις
как с
(ново)греческого
переводится слово
καταιόνησις
? — душ, холодный душ
#
(ново)греческий словарь
—
πίκκολο
—
αντιπατριωτικός
—
μπάζωμα
—
αυγόσχημος
—
ολονυκτίς
—
γρασίδι
—
παρμός
—
ανασκησία
—
κυτιοποιός
—
διασαφητικός
—
φλεγματικός
—
αποκαλυπτήρια
—
πρεσβυωπία
—
μενού
—
ωκυτόκιο
—
γαλατερά
—
μπογιάτισμα
—
τεζάρω
—
επείγομαι
—
σφαιρικά
—
ίδιος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве