|
το 1) мокрота; 2) плевок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мокрота? — πτύελο как на (ново)греческом будет слово плевок? — πτύελο как с (ново)греческого переводится слово πτύελο? — мокрота, плевок — επισημότητα — θσλοσσόνερο — δευτερόκλιτος — μικροβισμός — εβλήθην — χελωνίς — επιβιώ — ασκημούτσικος — κτίση — κουβαρίστρα — μαύσωλείο — φανανάπτης — βρονταλίδι — εξελκώ — σκόνταμμα — ηρανθές — αλατοπιπεριέρα — γάμπια — χαρτοδέσιμο — σαπρός — καρδιοσωσμός |
|||