|
η ночник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ночник? — βεγιέζα как с (ново)греческого переводится слово βεγιέζα? — ночник — ως — αρραβωνιαστικιά — οδόσημο — δευτερόγονος — αλέρωτος — ειδησεογραφία — σύμφωνα — θεοφώτιστος — προικισμένος — δυσηκοϊα — απογλιτώνω — ξεροφαγία — κακουργιοδίκης — διάγγι — ακώλυτος — αντάμωση — καμουφλάρισμα — θερμοπερατός — αντικληρικά — Σπαρτιάτης — αμεριμνώ |
|||