|
ο прям., перен. акула; — оί ~ες καπιταλιστές акулы капитализма #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово акула? — καρχαρίας как с (ново)греческого переводится слово καρχαρίας? — акула — φίλυδρος — πνιγμός — απογαλακτισμός — οίαξ — αντικρουόμενος — διασυρτικός — μπουζού — τοστιέρα — ηπατορραγία — φεμινιστής — ομοταξία — αβυσσαίος — χειροβομβιστής — σωλήνωση — έφορος — νεκροτομείο — Αρμένης — βεζιράτο — ζωογόνηση — ανατολίστρια — παραποίηση |
|||