Новогреческий словарь
ξίδι
ξίδι
το
уксус
;
===
όποιος θυμώνει άς πιεί ~ — или άς πιεί ~ νά τού περάσει (или νά ξεθυμώσει) пусть сердится, мне наплевать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
уксус
? —
ξίδι
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξίδι
? — уксус
#
(ново)греческий словарь
—
λογαριθμικός
—
φωσφοριζέ
—
γνεθολόγημα
—
αδικοπραξία
—
ακριβαγορασμένος
—
παραβαίνω
—
λειψάρης
—
ονοματολογία
—
τελώ
—
προφυλαγμένος
—
αναχορηγώ
—
αποκατωθιός
—
δάρσιμο
—
τάβλα
—
μαλαχτικό
—
βαθρακοταντανίζομαι
—
δυσμίμητος
—
απότολμος
—
περίμετρος
—
χειμωνιάζω
—
ταβερνάκι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве