Новогреческий словарь
κελευστής
κελευστ|ής
ο мор.
старшина
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
старшина
? —
κελευστής
как с
(ново)греческого
переводится слово
κελευστής
? — старшина
#
(ново)греческий словарь
—
άνηλα
—
γλύκανση
—
κουζίνα
—
τηλεφωνογράφημα
—
βρεμένος
—
αλωνιστικός
—
χορηγία
—
μπατανόβουρτσα
—
ζυγιά
—
πλανόδιος
—
ενόργανος
—
ανεμούρα
—
συντομογραφικά
—
στρεπτός
—
προτεστάντισσα
—
προεξόφληση
—
αραιόμετρο
—
μεταστρέφω
—
ασιαχτος
—
αστερόεσσα
—
πεντακοσάρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве