|
: τηλέγραφος ~ — аппарат Морзе #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово Μορς? — — κρεββατώνω — απολήγω — σκυλόδοντο — ατολμία — σκαταδίωκτος — αμφιρρέπεια — ίσαμε — χώρα — παρασημαίνω — προσωποποιώ — Θεσσαλονικιός — παγετός — ανακόλλι — γάσα — εκνευρίζομαι — φτ(ε)ιάνω — τριχώδης — ροχάλισμα — κοσμογραφία — πιρουνιάζω — διωρυγόκλειθρον |
|||