|
: τηλέγραφος ~ — аппарат Морзе #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово Μορς? — — βιάση — αγνωμος — πειθήνια — πρόβειος — εισήλθα — τυπογραφω — γρατσούνα — ανθηρότητα — παραξενιά — εκβάλλω — στεγανός — διαπαρθενεύω — γυψοπλαστική — διαμελισμός — εμφαίνομαι — αναστρέψιμος — απονίπτω — κεφαλαιοκράτης — ερινασμός — συμποσιάζω — γοργοθανατιά |
|||