Новогреческий словарь
καλώδιο
καλώδιο
το 1)
кабель, электрокабель
;
υποβρύχιο ~ — подводный кабель
;
2) мор.
фал
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кабель
? —
καλώδιο
как на
(ново)греческом
будет слово
электрокабель
? —
καλώδιο
как на
(ново)греческом
будет слово
фал
? —
καλώδιο
как с
(ново)греческого
переводится слово
καλώδιο
? — кабель, электрокабель, фал
#
(ново)греческий словарь
—
ποιος
—
κεφαλομάντιλο
—
φλουροκαπνισμένος
—
πράσο
—
κλεισώρεια
—
εναντιολογικός
—
λαγούμι
—
όξυνση
—
αμπραγιάζ
—
σκίρτημα
—
στροβιλοαντιδραστήρας
—
σπονδείος
—
αβρόμιστος
—
φανανάπτης
—
γυναικολογικός
—
κατούρημα
—
ψυχομαντεία
—
αντικομμουνιστής
—
φαγοκύτταρο
—
ανθόκλαρο
—
απολυταρχισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве