Новогреческий словарь
διακηρυκτικός
διακηρυκτικός
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
διακηρυκτικός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
σφουγγοκωλάριος
—
αξελάφρωτος
—
ξεμεσημεριάζομαι
—
αναγνώστρα
—
ευλογιασμένος
—
ματαρχάω
—
ποδηλάτις
—
μαντεμένος
—
υπαινικτικός
—
άμεσα
—
βολή
—
επιθεωρήτρια
—
δερματολογικός
—
έδεσμα
—
ηλεκτρομαγνήτης
—
κρανιοτομή
—
πυργώνω
—
πετάω
—
αργυρώνω
—
γλυκομιλώ
—
ακαταμάχητο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве