|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ασύνειδος? — — νιονιό — επιστήμη — εκκαυμάτιση — καλύπτρα — αποδόσιμος — παρασκευή — μούλος — αστάθμιστος — σκωληκιώ — φανφαρόνικος — γκαζομετρητής — βελέντζικό — αντιληπτικό — χρηματοδότηση — εμπερικλείω — αμπελοκλαδευτής — ηρωϊκός — γέλασμα — ραδιοτεχνία — αβίζο — αργυρόχρυσος |
|||