Новогреческий словарь
οξυρεγμία
οξυρεγμία
η
отрыжка, изжога
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
отрыжка
? —
οξυρεγμία
как на
(ново)греческом
будет слово
изжога
? —
οξυρεγμία
как с
(ново)греческого
переводится слово
οξυρεγμία
? — отрыжка, изжога
#
(ново)греческий словарь
—
φυσιολόγος
—
αιμοχρωστικός
—
πεντηκοστιανοί
—
εθελοντικός
—
γυναικολόγος
—
λεχούδι
—
αγροκατοικία
—
σκάρος
—
υπνοβάτης
—
θρουβαλίζω
—
γεροντάκι
—
καρωτίδα
—
γόνιμα
—
ενδοσπέρμιο
—
θετικός
—
λατρευτικός
—
λινός
—
πριστήριον
—
παρενθέτω
—
αρχιθησαυροφύλακας
—
τζερεμές
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве