Новогреческий словарь
ιεροεξεταστής
ιεροεξεταστ|ής
ο прям., перен.
инквизитор
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
инквизитор
? —
ιεροεξεταστής
как с
(ново)греческого
переводится слово
ιεροεξεταστής
? — инквизитор
#
(ново)греческий словарь
—
σύξερος
—
σωσίας
—
άωτον
—
βελάκι
—
παλαιοκομματικός
—
υδρομεταλλουργία
—
γυναικοφέρνω
—
στρουγκιό
—
αντιμηχονώμαι
—
ξακόσια
—
δικαιολογία
—
κρεμμυδόσουπα
—
σφιγκτήρ
—
μανία
—
κινίνο
—
προφυλακισμός
—
γουργουλητό
—
συγκινησιακός
—
προσήκει
—
συνθηκολογώ
—
προφήτισσα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве