|
ο воен. командир корпуса #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово командир корпуса? — σωματάρχης как с (ново)греческого переводится слово σωματάρχης? — командир корпуса — θρύλος — μπάνιο — ραντιέρης — αλυσίβα — τροφαντός — μετάνοιωμα — εγκρουστήρας — συνεργάζομαι — ακρογιαλιά — λαγνεία — αναπλάσσω — λιπαρότητα — δακτυλοδεικτώ — αρχιναύορχος — ανακαινιστής — χαρακώνω — διπλοψήφιση — ανδρωνυμικός — αφεντικός — ρουτινιέρισσα — διαφύλαξη |
|||