Новогреческий словарь
οχτρεύομαι
οχτρεύομαι
враждовать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
враждовать
? —
οχτρεύομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
οχτρεύομαι
? — враждовать
#
(ново)греческий словарь
—
ανάκραγμα
—
συνεργάτισσα
—
τρισυπόστατος
—
απορρεύστωση
—
τζιτζιφιόγκος
—
μύλαξ
—
παροχή
—
εγκλιματιστικός
—
ντεμπραγιάζ
—
κουράρω
—
ασπρολίθι
—
πεντατομικός
—
ουγγρικός
—
υπερβασία
—
ταγγίλα
—
δυσμαί
—
φωτερό
—
ανυποκρισία
—
τρανταχτός
—
στυφτικότητα
—
σύνεγγυς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве