|
η 1) предпринимательство; 2) предприимчивость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово предпринимательство? — επιχειρηματικότητα как на (ново)греческом будет слово предприимчивость? — επιχειρηματικότητα как с (ново)греческого переводится слово επιχειρηματικότητα? — предпринимательство, предприимчивость — ψοφοδιψώ — ξώσχολα — φυτεύσιμος — κολυμβήθρα — στάρπη — πεζούλι — σπήλαιο — λογούδικο — υπερετώ — φανέστρα — ξεκουμπώνω — λοβιτουρατζής — αναγνωσματοποιώ — νομολογικός — επιστολοζύγιο — κανονάρχης — συμμαχητής — καρδιογνώστρια — κορνιζάρω — βαφτίζω — ανεμοτάραχτος |
|||