|
первая часть сложных слов, означ. шесть: εξακύλινδρος, εξάστηλος — #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шесть? — εξα- как с (ново)греческого переводится слово εξα-? — шесть — βρόχος — διπλοπόδι — απολείτουργα — αλάργεμα — έπαρχος — βουτσινάς — ανήμερος — τρελαίνω — κέρατο — οπωρικό — κωλοπετσωμένος — ψηλαφίζομαι — σέβασμα — γεφυροποιία — μποέμ — καρκινώδης — γλινιασμένος — ιδιοκτήτης — σώνομαι — νεοπλαστία — χαμαίζηλος |
|||