Новогреческий словарь
ταλαιπωρημένος
ταλαιπωρημένος
загнанный, измученный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ταλαιπωρημένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
άκριτος
—
μάλλον
—
χαροκαμένος
—
αιτιάζομαι
—
χαλκοπωλείο
—
απαγχόνιση
—
υπουργείο
—
αμέτοχος
—
διχτυάρικο
—
ουρολόγος
—
αδάγκαστος
—
αποτώρα
—
γνεφτός
—
αναστήνω
—
καπελλού
—
καταβολεύω
—
υπήκοος
—
ψαρού
—
συγγενικός
—
στραγγουλίζω
—
αναπόδιαση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве