|
II ο скар (рыба) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово скар? — σκάρος как с (ново)греческого переводится слово σκάρος? — скар — εξά — ευποίητος — αμέλεια — πνίξιμο — κειμήλιο — αεριτζού — ανάπαυση — κηπευτικός — εικονολατρία — παλαιογράφος — δικρανωτός — βροντισμός — ντουγρού — οσάκις — ποταμολίμνη — οδομετρικός — σπατουλαριστός — φασίστρια — υπερτονωτικός — γκριζούλης — παλιομοδίτης |
|||