|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ψαλίδωμα? — — αναλκής — εκφύσηση — προσφάι — κοκκίζω — ελεφαντουργία — ωτίδα — άζευτος — μονοκομματικός — υπνογένεια — ηλεκτροδοτώ — πιστάκη — τρίγλυφος — κατσουφιάζω — πουριτανός — σιγανοψιχάλισμα — συμφιλιωτής — πορτοκαλλεώνας — οξύαυλος — τουναντίον — ανάσυρτος — δίδαγμα |
|||