Новогреческий словарь
συντέλεια
συντέλεια
, ~εία η
конец
;
η ~ τού κόσμου — прям., перен. конец света; светопреставление
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
конец
? —
συντέλεια
как с
(ново)греческого
переводится слово
συντέλεια
? — конец
#
(ново)греческий словарь
—
δηκτικά
—
μυρμηγκοφάγος
—
βολτούλα
—
ξόβεργα
—
έποψη
—
επιτελίς
—
λεωφορειούχος
—
λιποθυμικός
—
ποικιλότροπος
—
αγγειορραγία
—
αδερφομοιράδι
—
ακαζάντιαστος
—
ζημιαρόγατα
—
αιμοπτυσία
—
ερεισίνωτον
—
ανθρωπάριον
—
κουραδού
—
ωοθηκοτομία
—
βάλλοντας
—
αποστέλνω
—
κουβαλάω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве