Новогреческий словарь
ναρκοθετώ
ναρκοθετώ
минировать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
минировать
? —
ναρκοθετώ
как с
(ново)греческого
переводится слово
ναρκοθετώ
? — минировать
#
(ново)греческий словарь
—
χειρίζομαι
—
ακαρίκωτος
—
επιναθέτω
—
αυτανάπτυξη
—
ιατροσομβούλιο
—
αμαξάλογο
—
χειρόμαντις
—
καταγραφεύς
—
καπνός
—
πολυξοδιάζω
—
ελευθερόφρων
—
βαθυκόκκινο
—
ανόρθωση
—
σακί
—
αυτομάθεια
—
εκτομή
—
αστραχάν
—
γεννοβολιέμαι
—
αιδημοσύνη
—
μικροεπαγγελματίας
—
συχώριο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве