Новогреческий словарь
αλευριά
αλευριά
η
каша из муки
;
===
ο πού καεί στήν ~ φυσά καί τό γιαούρτι — посл. [phrase]кто обжёгся на молоке, дует и на воду[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
каша из муки
? —
αλευριά
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλευριά
? — каша из муки
#
(ново)греческий словарь
—
αστρονομικός
—
φουμαδόρα
—
άπετρος
—
μεταλλοχημικός
—
κλέφταρος
—
φακόσουπα
—
εμπλουτισμός
—
ημεραίος
—
γύμνασμα
—
επιμεταλλώνω
—
αστρομετρία
—
ακατάγραφος
—
άβαλτος
—
ανοιγοσφαλνώ
—
αναθεμελιώνω
—
ακράνι
—
αφοπλιστικά
—
χαμαίφυτο
—
αποξένωση
—
γκαμήλα
—
εντύλιγμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве