Новогреческий словарь
ξερομασώ
ξερομασώ
жевать
;
===
~ τά λόγιο μου — говорить невнятно, бормотать; мямлить
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
жевать
? —
ξερομασώ
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξερομασώ
? — жевать
#
(ново)греческий словарь
—
βαρηκοΐα
—
σαρδανάπαλλος
—
ανεμοσυρμή
—
υπανδρεύομαι
—
σφυροβόλος
—
τοκιστής
—
καμπάνια
—
χρηστός
—
καλλιτέχνημα
—
ευπρόσβλητος
—
επιβραδυντικός
—
σαλοτραπεζαρία
—
απύρωτος
—
εμπρόθετα
—
ιστιοδρομώ
—
νερομπούκαλο
—
αψινθία
—
κοκαλιάζω
—
ιστολογικός
—
κατατρύχω
—
επιτυχία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве