Новогреческий словарь
βελονόφυλλος
βελονόφυλλ|ος
бот.
хвойный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
хвойный
? —
βελονόφυλλος
как с
(ново)греческого
переводится слово
βελονόφυλλος
? — хвойный
#
(ново)греческий словарь
—
νομάτισμα
—
αλληγόρημα
—
ψαλίδα
—
δημοπρόβλητος
—
διεθνοποίηση
—
μετεωρολογία
—
πολυθεΐστρια
—
δουλεμπορικό
—
σκούνα
—
ραβδισμός
—
οδοκαθαριστής
—
ασυμφώνιστος
—
ζαλίζω
—
περιτείχιση
—
χειροπόδαρα
—
μεσοσαράκοστα
—
αλαφροζυγιάζω
—
αναψυχώνομαι
—
συμμετέχω
—
γονυκλινώς
—
εντάφιος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве