|
ο правый гребец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово правый гребец? — δεξιόκωπος как с (ново)греческого переводится слово δεξιόκωπος? — правый гребец — γρανιτιά — εξοίδημα — ισκιερός — χαλκοπλαστική — γελοιώδης — υποφέρνω — εκσκαφή — κουραδόμαγκας — κόκκινος — δεντροστοιχία — αυλόδουλος — γιόντα — ώσπερ — ακίνητος — μαϊστράλι — πασπάλισμα — σφακελώδης — νόστιμα — εναντιοπαθής — πώς — προμήκης |
|||