|
куриный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово куриный? — ορνίθειος как с (ново)греческого переводится слово ορνίθειος? — куриный — αγυιόπαιδο — στοιχειοθέτης — αλευρόσακκος — μαγνησία — αποθεώνομαι — στηρίζω — αναδεκτή — σάλιασμα — σκορβουτικός — παλιόκαιρος — Κωνσταντινούπολη — ασύμβλητος — καβουράκι — παντρολογώ — τυρέμπορος — βαλτοτόπι — πριονοειδής — τάνκ — επιβεβαιώνω — βραστή — μεταστροτοπεδεύω |
|||