Новогреческий словарь
αμπόλιασμα
αμπόλιασμα
το бот., мед.
прививка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
прививка
? —
αμπόλιασμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμπόλιασμα
? — прививка
#
(ново)греческий словарь
—
μηνοειδής
—
σκίζω
—
συγκεκινημένος
—
σιδηροκατασκευή
—
κολαστής
—
ξεβλαστάρωμα
—
κοσκινίζω
—
βασταγερός
—
απόκειμαι
—
παρλάρω
—
χιονόβολο
—
δαιμονικό
—
οβιδοφόρος
—
πλαστογραφικός
—
ευλαβικός
—
σπουρδακύλα
—
κορυφούμαι
—
πιστοχρέωση
—
ραδιοτηλεφωνικός
—
σανιδώνω
—
υπέρμαχος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве