|
το мед. эндотелиома #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эндотелиома? — ενδοθηλίωμα как с (ново)греческого переводится слово ενδοθηλίωμα? — эндотелиома — μελαψός — ελικοτρύπανον — καθαρογράφω — ζάλογγο — αιμωδίασμα — διορθωτής — επανάψυξις — κάτης — ενύπαρξη — αχεροκάμωτος — διάσμα — επετηρίδα — αλυσίδα — βουρκονέρι — σκώρος — φλέγμα — σουρομαδιέμαι — γυρευτής — καταναλωθείς — δικαρπώ — δίτερμα |
|||