Новогреческий словарь
αναξεραστό
αναξεραστό
το 1)
рвота
;
2)
рвотная масса
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
рвота
? —
αναξεραστό
как на
(ново)греческом
будет слово
рвотная масса
? —
αναξεραστό
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναξεραστό
? — рвота, рвотная масса
#
(ново)греческий словарь
—
υφιστάμενος
—
αλκοολικότητα
—
λυτρωμένος
—
μακροπόδαρος
—
ζαχαρόπηκτος
—
καλοφορεμένος
—
νταμαρήσιος
—
λεχώνα
—
περιπόδιον
—
αγκύλη
—
εναποθήκευσις
—
αναβαπτισμός
—
μερτζάνι
—
βρόμη
—
αλμυρίκη
—
προπαραγγέλλω
—
επιβραβευτικός
—
προμαντεύω
—
ρωσιστί
—
αναυτολόγητος
—
χρωματουργός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве