Новогреческий словарь
μιά
μιά
II έπίρρ. :
~ πού или ~ καί — раз, если
;
~ πού τό θέλεις — [phrase]раз ты этого хочешь[/phrase]
;
~ καί πάς εκεί... — [phrase]раз ты туда идёшь...[/phrase]
;
~ πού ήρθες... — [phrase]раз ты пришёл...[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
μιά
? —
#
(ново)греческий словарь
—
γουφάρι
—
ανθοκλώναρο
—
επίταξη
—
δαιμόνιος
—
γλυκαναστενάζω
—
αλφαδόπηχη
—
κρατικός
—
εύχρους
—
λέτσος
—
λεπτολογία
—
ωογένεση
—
πριονοταινία
—
εναυσματογόμωσις
—
ξεσκουντάω
—
τσούγκρισμα
—
φριζάρισμα
—
παλουκώνω
—
παθός
—
θέλοντας
—
κατάλευκος
—
αποστειρωτήρας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве