Новогреческий словарь
όμ
όμ
το физ.
ом
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ом
? —
όμ
как с
(ново)греческого
переводится слово
όμ
? — ом
#
(ново)греческий словарь
—
συνασφαλιστής
—
εκθειάζω
—
αδήριτος
—
ρυτιδώνω
—
φτενός
—
εγκαθιστώμαι
—
συκώτι
—
ακτοφύλακας
—
τρολές
—
παγωνιέρα
—
εκφύλλιση
—
σωρεία
—
ωφέλιμο
—
προσηνέχθην
—
μοναχοθυγατέρα
—
καλαμπόρτζος
—
νικέλινος
—
έμψυχος
—
βραχιόνιος
—
αμελάνωτος
—
ανεξαιρέτως
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве