Новогреческий словарь
τρεχάλα
τρεχάλα
η 1.
быстрый бег
;
2.
бегом
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
быстрый бег
? —
τρεχάλα
как на
(ново)греческом
будет слово
бегом
? —
τρεχάλα
как с
(ново)греческого
переводится слово
τρεχάλα
? — быстрый бег, бегом
#
(ново)греческий словарь
—
νοτιοανατολικά
—
άλασπος
—
εκπλέκω
—
αφανίζομαι
—
ψαροκόκκαλο
—
καμπούρης
—
αποσώζομαι
—
ενδοστρέφεια
—
αρχικομματάρχης
—
κατουροκούμαρο
—
σκλήρυνση
—
κατουρολάγηνο
—
διπλόφαρδος
—
προορατικότητα
—
πολυδιαβασμένος
—
αγγελάκι
—
αναισθητίζω
—
κρασόνερο
—
σώρευση
—
εγωλάτρισσα
—
ανακλαδούμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве