|
похожий на верёвку #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово похожий на верёвку? — σχοινιοειδής как с (ново)греческого переводится слово σχοινιοειδής? — похожий на верёвку — σιλό — σημαιοστολισμένος — καταχρεώνω — κύων — πέτσωμα — διεβρώθην — χαλαρότητα — καλντερίμι — πολέμιος — ταβερνιάρισσα — αργινός — ιχθυοτροφείο — άραγμα — αξάφριστος — δακτυλογραφέσσα — φιλελευθερία — χαμούρα — ακροτελεύτιον — πυρά — διαβολάκος — αυτοδιαψεύδομαι |
|||