Новогреческий словарь
στεφανηφόρος
στεφανηφόρ|ος
1.
венценосный
;
2. (о)
венценосец
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
венценосный
? —
στεφανηφόρος
как на
(ново)греческом
будет слово
венценосец
? —
στεφανηφόρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
στεφανηφόρος
? — венценосный, венценосец
#
(ново)греческий словарь
—
ριζικώς
—
ραδιόφωνο
—
διαπομπεύω
—
ζωοφαγικός
—
τριακονθήμερον
—
ανακουφιστικός
—
ημιδιαφανής
—
κακόγρια
—
δρομιάζω
—
αμέλημα
—
άσκημα
—
σεχταριστικά
—
μπαξεβανικά
—
ξετρελαίνω
—
γνωριζάμενος
—
πλάνια
—
ατέλεια
—
λευκόχαλκος
—
αφιδρωτικός
—
παραπληγία
—
δραγομάνος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве