|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γονάτιο? — — ασκαντάλιστος — χοντρούλικος — ασελγής — κατοπινάρι — ομοιοτέλευτος — εντροπιάζω — απόβαθος — χαμογελάω — καβάκι — αποχαρβαλώνω — ανδρικά — αποθρασύνομαι — θερμοδόχη — απρομελετησία — συλλογικός — αρχηγίνα — λιβαδάκι — ανακριτής — σασσί — καλαμοπόδαρος — φαεινότητα |
|||