|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λεκιάζομαι? — — ανελπιστώ — γκρίνιασμα — μεστός — δαντελλοποιία — ξεχαρβόλωμα — απαγορεύω — ξενοδοχείο — θεριακώνω — τάγγιση — αγγελόσκιασμα — καιροσκοπία — αλλαξοπιστία — ταπεινότητα — βυθίζομαι — εδράζω — οψιμιά — πλουσιοπάροχος — δεινοποίηση — κεφτές — ιαπωνιστί — διαφοροποιώ |
|||