|
прям., перен. распространяться; τό πυρ διεδόθη ακαριαίως — [phrase]огонь распространился мгновенно[/phrase]; ~εται ότι ... — говорят(__,__) что..., ходят слухи(__,__) что...; όπως ~εται... — по слухам... #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово распространяться? — διαδίδομαι как с (ново)греческого переводится слово διαδίδομαι? — распространяться — ετότες — φωτομετρικός — πρωθύστερος — νανουρίζομαι — λυτός — φυγάδας — μαγκεύω — πλινθουργία — απόχα — φυματιολογικός — χρωματώ — κιβδηλεύω — ωκεανογραφικό — ενύπαρξη — ζαλιάρης — ανύπνια — ραδιουργικός — αποσκυβάλισμα — άνεση — καμηλόμαλλο — αλαφροπιάνω |
|||