Новогреческий словарь
οδονομία
οδονομία
η
дорожная служба
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дорожная служба
? —
οδονομία
как с
(ново)греческого
переводится слово
οδονομία
? — дорожная служба
#
(ново)греческий словарь
—
δανειοληπτικός
—
ανατροφοδότηση
—
ασκητικώς
—
ανθρακέας
—
καθεύδω
—
γραφειοκρατικός
—
δεκατίζω
—
επικείμενος
—
ανάγλυφη
—
κοντός
—
ψυχεδελικός
—
αυτοπρόσωπος
—
ασυγκέντρωτος
—
αναπείθω
—
σημαίνων
—
χλώμιασμα
—
εκδορέας
—
διακορεύω
—
κουτουλάω
—
κουτοπονηριά
—
ξερότοπος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве