Новогреческий словарь
σκωτσέζικος
σκωτσέζικ|ος
шотландский
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
шотландский
? —
σκωτσέζικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
σκωτσέζικος
? — шотландский
#
(ново)греческий словарь
—
ομοιοτέλευτος
—
υδρόγειος
—
βορείως
—
κυμβαλιστής
—
αυλάκιον
—
ξελαφρώνω
—
πολυπόθητος
—
βιβλιολάτρης
—
στρεμμοτικός
—
παραμακρύνω
—
σιταποθήκη
—
προσδιορίζω
—
ψηφιδοθέτης
—
μυρμηγκοφωλιά
—
φιλαργυρία
—
οξείδιο
—
καλωδιάκι
—
μεταλλοχημικός
—
ηθοποιός
—
φάριον
—
νεώριον
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве