|
το 1) порох с дробью; 2) ружейный заряд #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово порох с дробью? — μπαρουτόσκαγα как на (ново)греческом будет слово ружейный заряд? — μπαρουτόσκαγα как с (ново)греческого переводится слово μπαρουτόσκαγα? — порох с дробью, ружейный заряд — αντανακλαστικός — ενωρίτερον — αμύλα — νύχτα — λεβεντόκορμος — αντιρρητικός — ρουμελιώτικα — πλημμυροπαθής — μήνιγξ — οργανογραφικός — θολαίνω — ιλαρά — σλεπιτζής — τσιγγουνεύομαι — διάρρυτος — μαγνητογράφος — επισκέπτρια — αιμοφόρος — οργκαντίνα — κατακαίω — υποβολή |
|||