|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ευκαιριακός? — — κυτταροειδές — σκήπτρο — ξανασήκωμα — ποτοπωλείο — καλυκουλκός — ξινίζω — αυτοκρατορικά — αεροεξπρές — κορφολόγος — πολύγλωσσος — δίλημμα — παράλλαξις — βάτευμα — ξαναδίδω — τονισμός — επαγώγιμον — μουχρός — ισομέρεια — εφοδιασμός — νοούμενο — σφαλιστός |
|||