Новогреческий словарь
ενεσπάρην
ενεσπάρην
παθ. αόρ. от ενσπείρω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενεσπάρην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
καλτσόν
—
άτρεπτος
—
χρωμάτωση
—
σκιαγραφικός
—
υποκόμης
—
ομόζυγος
—
κατώτερος
—
αργατολόγος
—
αναλαβαίνω
—
δανειστής
—
πολεμεφόδια
—
μετατάσσω
—
ατμόπλοιο
—
στεατώδης
—
υδροξείδιο
—
τελειώνω
—
εισχέω
—
αδιαφιλονίκητα
—
χρηματισμός
—
κακοφτιαγμένος
—
μεγαλοκτηματίας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве