|
η воспитание; άνθρωπος χωρίς ~ — невоспитанный человек; τυγχάνω επιμεμελημένης ~ης — получить хорошее воспитание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово воспитание? — αναθροφή как с (ново)греческого переводится слово αναθροφή? — воспитание — υδροπέπων — Μαύρου — χαράκτηρίζω — ξύνω — απλοχεριά — βουλευτικό — ακωμωδήτως — υγρόφιλος — αναπόδειχτος — μονοκάταρτος — άρπαγμα — ανδρογυνισμός — έξις — φευγάτισμα — πλοίο — αρνομάνα — εξόδευση — ακλεριά — Μαργαρίτα — ασματογράφος — μπόλι |
|||