|
1) относящийся к дендрологии; 2) лесоводческий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово относящийся к дендрологии? — δενδροκομικός как на (ново)греческом будет слово лесоводческий? — δενδροκομικός как с (ново)греческого переводится слово δενδροκομικός? — относящийся к дендрологии, лесоводческий — απειράγαθος — ανιχνευτικό — επιβεβαιώνομαι — αδιάπταιστος — αυγατώ — ξώρας — διαρριπίζω — καλοταΐζω — διεισδυτικός — σαλαγητό — χλίανση — φούρναρης — αυθάδικα — σφιχτοχεριά — μολυβδοσωλήνας — συγκατάταξη — μερικότητα — εναρμονιστής — κονάκι — παραβατικός — δεκαεξαετής |
|||