|
ο береговой устой (моста) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово береговой устой? — ακρότοιχος как с (ново)греческого переводится слово ακρότοιχος? — береговой устой — μισθώνω — αντίζυγος — ανέμελα — λιθοτόμος — καθυστερώ — αραχιθέλαιον — ελεγκτής — βάρεμα — ατομικισμός — εξηκονταετής — στρυμώχνομαι — αποδημώ — συναξάρι — αποφαίνομαι — σκληρόμετρο — ανάμειξη — στρώσια — απογραφή — αηδονολαλήτρα — καλύτερος — υατσίνθι |
|||