|
το дворец (особенно королевский) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дворец? — ανάκτορο как с (ново)греческого переводится слово ανάκτορο? — дворец — φαλλῖτις — δουλοσύνη — κεντιά — ιερογλυφικός — ευσαρκία — αφορμίζω — ιδιώνυμος — κάτοπτρο — επιφορτισμένος — δυστυχώς — ετερότοπος — κριθή — κρυώνω — ενδυνάμωση — αισθητοποιητικός — γητευτής — χλεμπονιάρης — συντάσσω — γραφομανία — ησυχάζω — ουλή |
|||