|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δανειοληπτικός? — — ξεσκουντάω — άψογα — λεβέντικος — βιβλιεκδότις — ανυπερνίκητος — ορνιθοτροφείο — στραβοκαταπίνω — ανάρρηση — παραξηγώ — αποσαπίζω — αλίπαντος — γλωσσίδα — πολυτίμως — αυτοακρωτηριάζομαι — τροχαϊκός — εγχέω — Αμερικάνος — αετός ο — μυλόπετρα — δωδεκάμηνο — υαλουργία |
|||