Новогреческий словарь
αβασκαίνω
αβασκαίνω
(αόρ. αβάσκανα)
сглазить
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сглазить
? —
αβασκαίνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αβασκαίνω
? — сглазить
#
(ново)греческий словарь
—
αναρραγίζω
—
λαλουμένη
—
ζάβαλης
—
συσκέπτομαι
—
βεστιάριο
—
κοσπεντάρικο
—
λευκοϊκτίδα
—
λήγων
—
ρόμπα
—
τετραποδητί
—
δεντροφύτευση
—
πρόλογος
—
μικρούτσικος
—
μπανιάρομαι
—
τερατόμορφος
—
ξαντικά
—
Κυρά
—
κυρωτικός
—
νομοτελής
—
εθελότυφλος
—
αψυχιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве