|
το 1) золочение; 2) позолота #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово золочение? — μαλαματοκάπνισμα как на (ново)греческом будет слово позолота? — μαλαματοκάπνισμα как с (ново)греческого переводится слово μαλαματοκάπνισμα? — золочение, позолота — ασφάλτωση — κάλπισσα — άμβλυνση — γεμενί — ναυτιώ — συλλογικότητα — αναπόλυτος — παππούς — αποβουτυρώνω — αντάρτικο — συριανός — ηωζωϊκός — εξώθυρα — στιγματισμένος — σελεμιίζω — λημερεύω — πέψη — μεράκι — πάρωρος — Αναξιμένης — τσαμπουνίζω |
|||